- ὑποσήπω
- ὑποσήπω,A cause to fester,
σάρκα Ael.NA6.5
:—[voice] Pass., ib.1.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάρκα Ael.NA6.5
:—[voice] Pass., ib.1.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσήπω — Α (αμτβ.) αρχίζω να σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σήπω / σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek